- δαιδύσσεσθαι
- δαιδύσσεσθαιSee also: S. δαδύσσομαι.Page in Frisk: 1,340
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.